- ξαναβλέπω
- ξαναείδα, βλέπω ξανά, άλλη μια φορά: Θα φύγω και δε θα με ξαναδείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαναβλέπω — 1. βλέπω κάποιον ξανά 2. επανακτώ την όρασή μου 3. σκέπτομαι κάτι ξανά, εξετάζω κάτι για δεύτερη φορά … Dictionary of Greek
Pythagoras Papastamatiou — (Greek: Πυθαγόρας Παπασταματίου, 1930 November 15, 1979) which was known by the name Pythagoras was a Greek writer, scenariographer and a theatrical writer. Biography He was born in 1930 in Agrinio where he lived until when he was 18. His family… … Wikipedia
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
επαναβλέπω — βλέπω πάλι, ξαναβλέπω, αποκτώ και πάλι τη χαμένη όρασή μου … Dictionary of Greek
μεταβλέπω — (ΑM) προσβλέπω, προσέχω ή κοιτάζω κάτι μσν. ξαναβλέπω αρχ. στρέφω το βλέμμα μου από ένα σημείο σε άλλο … Dictionary of Greek
ρεβύ — η, Ν ελαφρό θεατρικό έργο με σκετς που σατιρίζουν την επικαιρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revue «αναθεώρηση» (< γαλλ. revoir «ξαναβλέπω»)] … Dictionary of Greek